Συνέντευξη με το Χάρη Ρώμα
Ο δημοφιλής ηθοποιός λίγες μέρες πριν από τις παραστάσεις του στο Μόντρεαλ μιλάει στο Me, Greek
Όταν συνομιλητής σου είναι ο Χάρης Ρώμας ο χρόνος σταματάει. Οφείλει να σταματήσει για να προλάβεις το χείμαρρο του λόγου του πολυβραβευμένου δημοφιλή ηθοποιού και συγγραφέα. Πράγματι, ο Χάρης Ρώμας μιλάει πολύ. Όσο πιο πολύ μιλάει, τόσο πιο πολύ θέλεις να «ρουφήξεις» τα νοήματα, τις θέσεις, τις απόψεις και τη λάμψη του εσωτερικού κόσμου του. Είναι κάτι σαν εξάρτηση. Πως αλλιώς να εξηγήσω τη διάρκεια αυτής της συνέντευξης; Τι να διαλέξω απ’ όλα όσα είπαμε για να περάσω σ’ αυτό το γραπτό; Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει κάθε δημοσιογράφος όταν απέναντι του έχει έναν άνθρωπο που κάθε του λέξη είναι μια κατάθεση ψυχής.
Ξεκινήσαμε τη συζήτηση μας χαλαρά, μιλώντας για την πρώτη φορά που εμφανίστηκε στο Μόντρεαλ, φοιτητής ιατρικής ακόμη, πριν από 25 χρόνια, με το θίασο της Ρένας Βλαχοπούλου. «Την ερωτεύτηκα πολύ αυτή την πόλη, παρόλο που εκείνη την εποχή έκανε πολύ κρύο, πιρούνιαζε τα κόκαλα» είπε με άγχος. «Τώρα κάνει κρύο;» Ένιωσα την ανακούφιση του όταν τον διαβεβαίωσα πως είναι άνοιξη πια, έχουν πρασινίσει τα πάντα και η θερμοκρασία έχει πάρει την ανηφόρα.
Η θεατρική παράσταση «Είδα το Χάρη με τα μάτια μου» που θα έχουμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε στο Μόντρεαλ αυτή την Παρασκευή και το Σάββατο στο θέατρο Outremont, παίζεται ήδη επί δύο χρόνια με τεράστια επιτυχία. Έχει ξεπεράσει τις 200 παραστάσεις στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας καθώς και στην Κύπρο. Έχει προταθεί στα φετινά Θεατρικά Βραβεία για το βραβείο «Καλύτερης Κωμωδίας», ενώ ο ίδιος είναι υποψήφιος για το βραβείο ερμηνείας στην κατηγορία «Κωμικός – Άντρας».
Χάρης Ρώμας: Είμαι πολύ χαρούμενος και υπερήφανος γι’ αυτό το έργο. Είναι μια αισθηματική κωμωδία. Πέρα από το έντονο κωμικό στοιχείο όμως, υπάρχει βαθύ συναισθηματικό πεδίο, το οποίο συγκινεί και λυτρώνει το θεατή. Διαπραγματεύεται την κάθετη πτώση ενός σταρ του θεάτρου (Χάρης Ρώμας) σε επαγγελματικό, οικονομικό και προσωπικό επίπεδο, όταν στη ζωή του εισέρχεται μια νεαρή κοπέλα, πεντικιουρίστα (Πηνελόπη Πλάκα), ή οποία θέλει με κάθε τρόπο να την κάνει ηθοποιό. Παράλληλα υπάρχει η ιστορία της συζύγου του (Άννα Κουρή), η οποία περνάει το δικό της «Γολγοθά». Είναι μια πρώην πολύ όμορφη γυναίκα η οποία επειδή φοβάται την εξωτερική φθορά που έχουμε μέσα από το χρόνο, κάνει συνεχώς Botox και χειρουργικές επεμβάσεις και τελικά δημιουργεί δεσμό μέ ένα νεαρό δικηγόρο (Λεωνίδας Καλφαγιάννης) ο οποίος είναι 20 χρόνια νεότερος της. Αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι μπλέκουν μεταξύ τους με ένα περίεργο τρόπο που δημιουργεί γέλιο αλλά και προβληματισμό. Δεν είναι ένα βαρύ έργο, αλλά ούτε και μια ανόητη φάρσα. Δεν με ενδιαφέρει αυτό το είδος του θεάτρου. Ούτε επιθεώρηση κάνω.
Me, Greek: Η πορεία σου το έχει αποδείξει αυτό…
Χ.Ρ.: Έχω πάρει τρία βραβεία ως επιθεωρησιογράφος στο παρελθόν. Έχω γράψει επιθεωρήσεις. Δεν με ενδιαφέρει όμως πια να σχολιάζω τους πολιτικούς. Ο κόσμος γελάει εύκολα μ’ αυτό. Θεωρώ πως είναι ευτελές είδος κωμωδίας. Η κωμωδία πρέπει να επιφέρει το γέλιο με ένα τρόπο πολιτισμένο και με μια αισθητική.
– Ποια είναι η εικόνα που έχεις για τον Ελληνισμό του εξωτερικού;
Χ.Ρ.: Θυμάμαι από τις παλιότερες παραστάσεις μου στο εξωτερικό πως υπήρχε ενθουσιασμός και πολύ μεγάλη αγάπη. Επειδή όμως θέλω να είμαι πάντα ειλικρινής, πιστεύοντας πως εκτιμάται η ειλικρίνεια τελικά, είμαι σίγουρος ότι οι Έλληνες έχουν στα κύτταρα τους πολύ θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία. Θεωρώ πως και οι Έλληνες του εξωτερικού, οι ομογενείς, κουβαλούν μέσα τους και τα αρνητικά στοιχεία. Όσοι εξελίσσουν τον εαυτό τους σύμφωνα με τα δεδομένα του καινούριου περιβάλλοντος που βρίσκονται, της καινούργιας χώρας που τους φιλοξενεί, αυτοί που καταφέρνουν και παίρνουν τα καλά από το λαό με τον οποίο συμβιώνουν νομίζω ότι γίνονται πολύ σπουδαίοι. Παράλληλα κρατούν την υπερηφάνεια, τη μεγαλοσύνη και τη δημιουργικότητα που έχει το ελληνικό κύτταρο. Όταν εκμεταλλεύεσαι τα καλά πράγματα που έχεις μέσα σου τότε γίνεσαι ένας ανώτερος άνθρωπος που πραγματικά μπορεί να προσφέρει πολλά στην κοινωνία αλλά και στον εαυτό του.
Θα χαρώ πάρα πολύ αν διαπιστώσω ότι (οι ομογενείς) δεν έχουν διατηρήσει και κάποια πράγματα τα οποία δεν είναι και τα καλύτερα της φυλής μας. Δεν μου αρέσει να τα λέω μονόπλευρα. Λέω τα πράγματα όπως τα σκέφτομαι ακριβώς.
– Είσαι ένας καλλιτέχνης που τόσο μέσα από τα σενάρια που έχεις γράψει, τους ρόλους που έχεις ερμηνεύσει αλλά και μέσα από τις συνεντεύξεις σου, έχεις καυτηριάσει έντονα την εικονική πραγματικότητα του ελληνικού lifestyle. Με την έλευση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και την κατάρρευση του λεγόμενου lifestyle, πιστεύεις πως τελικά δικαιώθηκες;
Χ.Ρ.: 100%. Δικαιώθηκα γιατί είμαι από τους καλλιτέχνες που μέσα από τη δουλειά μου και από τη σάτιρα που κάνω επιμένω πάντα ότι είναι εύκολο να βρίζουμε τους πολιτικούς που, βεβαίως, οι περισσότεροι έκαναν κακή δουλειά στην Ελλάδα αλλά είναι δύσκολο να δούμε ποια είναι η δική μας πραγματικότητα και πόσο πολύ ευθυνόμαστε κι εμείς για τα λάθη που έχουν γίνει σ’ αυτή τη χώρα. Είναι εύκολο να περιμένεις από «πατερούληδες» και να ζητάς τις ευθύνες από κάποιους. Το δύσκολο είναι να ζητάς τις ευθύνες από τον εαυτό σου και να βλέπεις ποια ειναι τα δικά σου ελαττώματα, τα ελαττώματα της φυλής που σπρώχνουν και τους πολιτικούς να συμπεριφερθούν μ’ αυτό τον τρόπο. Τελικά, ο κάθε λαός έχει τους πολιτικούς που του αξίζουν.
Όταν ένας λαός σύσσωμος αποφασίζει να αποκοιμηθεί ή να αποχαυνωθεί με αυτό το lifestyle και τον ψεύτικο πλούτο, αυτό δηλώνει ότι έχουν βγει όλα τα κακά στοιχεία στην επιφάνεια, η ματαιοδοξία, η οκνηρία, η «κατινιά». Έχει χαθεί η δημιουργικότητα και η πραγματική ιεράρχηση αξιών. Η πραγματική χαρά δεν βρίσκεται σ’ αυτά τα πράγματα τα οποία κυνηγήσαμε επί τούτου, ακολουθώντας αυτό το lifestyle. Σ’ αυτό δεν φταίνε όμως μόνο αυτοί που σε καθοδηγούν. Φταίει και το δικό σου το μυαλό όταν δεν θέλεις να σκεφτείς περαιτέρω. Αποχαυνώνεσαι από μια κατάσταση πολυτέλειας – μαϊμού.
– Πιστεύεις πως ο λαός έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται; Έχει κάνει βήματα για να βγει μέσα από αυτήν; Που βλέπεις να βρίσκεται η Ελλάδα μετά από 5 χρόνια;
Χ.Ρ.: Μια αρκετά μεγάλη μερίδα του σκεπτόμενου ελληνικού λαού έχουν καταλάβει ακριβώς ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους φτάσαμε μέχρι εδώ και είναι σε θέση να κάνουν αυτοκριτική. Υπάρχει μια άλλη μερίδα, αρκετά μεγάλη επίσης, η οποία δεν θέλει να καταλάβει και περιμένει την ευκαιρία για να ξαναζήσει πάλι, αυτούς τους χαλεπούς καιρούς. Περιμένει να έρθουμε και πάλι στην προτέρα κατάσταση, μαγικά να αλλάξουν όλα και (να ξαναζήσουμε) αυτή την πλασματική ευημερία. Υπάρχει και μια τρίτη μερίδα του λαού που δεν έχει το δικαίωμα πλέον ούτε να σκεφτεί, γιατί το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σκέφτεται πως θα επιβιώσει και πως θα βγάλει τα προς το ζην, καθώς είναι σε αθλία οικονομική κατάσταση. Γι αυτούς είναι πολυτέλεια και το να σκέφτεσαι πλέον.
Πιστεύω πως λόγω των ανθρώπων της πρώτης κατηγορίας, σίγουρα θα υπάρξει μια αλλαγή τα επόμενα χρόνια. Αυτοί θα είναι η κινητήριος δύναμη για να υπάρξει αυτή η αλλαγή.
– Ανέφερες νωρίτερα για το φόβο που προκαλεί ο χρόνος καθώς περνάει. Μίλησε μας για τη δική σου σχέση με το χρόνο.
Χ.Ρ.: Αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι μήπως δεν αξιοποιώ τον εαυτό μου όπως πρέπει ή δεν τον εξελίσσω όπως πρέπει ούτως ώστε να αισθάνομαι ψυχικά νέος και δυνατός. Ως άνθρωπος, υπάρχει μέσα μου ένα ποσοστό ματαιοδοξίας και κολακεύομαι όταν μου λένε «πως διατηρείστε;». Δεν κάνω καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, απλώς σέβομαι τον εαυτό μου και την εξωτερική μου εμφάνιση και κυρίως σέβομαι την εσωτερική μου ισορροπία. Σκεπτόμενος και εξελισσόμενος συνεχώς μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, βλέποντας τις νέες τάσεις που έρχονται, προσπαθώ να μην είμαι κολλημένος ούτε σ’ ένα δικό μου λαμπρό παρελθόν, ούτε στο λαμπρό παρελθόν της Ελλάδας. Χρησιμοποιώ αυτά τα επιτεύγματα, είτε της χώρας μου, την παράδοση μου, είτε τις δικές μου επιτυχίες του παρελθόντος σαν έναυσμα για να κάνω καινούρια πράγματα.
– Από τους ρόλους που έχεις ερμηνεύσει μέχρι σήμερα, στην τηλεόραση ή το θέατρο, πολλούς μάλιστα από τους οποίους έχεις δημιουργήσει ο ίδιος, ποιος είναι πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία σου;
Χ.Ρ.: Κανένας δεν είναι πολύ κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου. Όμως ο ηθοποιός αναγνωρίζει στο ρόλο στοιχεία του εαυτού του και τα ενσωματώνει μέσα σ’ αυτόν. Τα «πλάθει» και δημιουργεί μια μοναδική απόδοση του κάθε ρόλου, κάθε φορά.
Οι ρόλοι που με έκαναν διάσημο και αγαπητό στον κόσμο, οι τηλεοπτικοί ρόλοι, όπως ο Διονύσης Δάγκας (Οι Μέν και οι Δεν), ο Κατακουζηνός (Κωνσταντίνου κι Ελένης) ή ο Πώποτας (Καφέ της Χαράς), οι οποίοι ως κοινό άξονα έχουν έναν άνθρωπο δύσκολο στην επικοινωνία του, δύστροπο και γκρινιάρη, είναι ακόμη μεγαλύτερο επίτευγμα γιατί δεν είμαι καθόλου έτσι στη ζωή μου. Αντίθετα, έχω πάρα πολλούς φίλους και είμαι φοβερά εξωστρεφής. Είναι επίτευγμα γιατί οι άνθρωποι που δεν με γνωρίζουν, με ταυτίζουν μ’ αυτούς τους ρόλους, πράγμα που σημαίνει ότι τους έφτιαξα μ’ ένα τρόπο που είναι σχετικά μοναδικός.
Θεωρώ ότι όταν οι κωμικοί όπως έχουμε δει από τους μεγάλους κωμικούς του παρελθόντος, τον Αυλωνίτη,το Λογοθετίδη, τη Βλαχοπούλου και άλλους, καταφέρνουν να φτιάξουν κάποιους ρόλους, μετά δεν μπορείς να φανταστείς κάποιον άλλο, εύκολα, (να ερμηνεύει τους ίδιους ρόλους). Αυτό είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα ενός μεγάλου κωμικού.
– Μπορεί να σε ξαναδούμε σε τέτοιο ρόλο στο μέλλον;
Χ.Ρ.: Ναι. Θα το κάνω με πολύ μεγάλη χαρά, αλλά για να έχει ενδιαφέρον και για μένα ο ρόλος θα πρέπει να έχει κάποιες διαφορές. Σε πρώτο επίπεδο φυσικά θα περνάει στον κόσμο ότι είναι δύστροπος και απότομος, το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται μου ταιριάζει γιατί με ταυτίζουν πολλοί με κάτι τέτοιο. Όμως, είναι άλλο πράγμα να παίξεις τον άντρα που είναι απογοητευμένος και πικραμένος γιατί τον παράτησε η γυναίκα του και μεγαλώνει μόνος του ένα δεκάχρονο παιδί (Πώποτας, από το «Καφέ της Χαράς») και άλλο να παίξεις τον Κωνσταντίνο Κατακουζηνό (Κωνσταντίνου κι Ελένης) που δεν έχει πάει ουσιαστικά με γυναίκες και είναι 40 χρονών παρθένος. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Μπορεί κι οι δύο να έχουν το ίδιο πρόβλημα, να είναι απότομοι προς το έτερο φύλο, να μην το εκτιμούν όσο πρέπει, αλλιώς όμως συμπεριφέρεται ό ένας κι αλλιώς ο ανώριμος άλλος.
– Πως βλέπεις εσύ τις γυναίκες;
Αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξης ενός άντρα. Είναι τεράστια πηγή ενέργειας. Εκτιμώ πολύ το θηλυκό μυαλό γιατί είναι πιο παραγωγικό και πιο σύνθετο. Η σκέψη των αντρών είναι συνήθως πιο μονοκόμματη. Ξέρεις με τι έχεις να κάνεις. Η γυναίκα σου λέει ένα πράγμα κι από πίσω υπάρχει κι ένα άλλο πράγμα κι αυτό πρέπει να το ανακαλύψεις ή να το υποψιάζεσαι.
– Η διαχρονικότητα μιας τηλεοπτικής σειράς ορίζεται από την τηλεθέαση της κατά τις επαναλήψεις της μετάδοσης της. Από το 1998 που είδαμε για πρώτη φορά τη σειρά «Κωνσταντίνου κι Ελένης» έχουμε χάσει πια τον αριθμό των επαναλήψεων της. Η τηλεθέαση της όμως κάθε φορά που μεταδίδεται σπάει ρεκόρ. Οι ατάκες της έχουν περάσει στο πετσί μας όπως οι παλιές κλασικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου με τη Βουγιουκλάκη, τον Παπαμιχαήλ, τον Χατζηχρήστου, τη Βασιλειάδου και άλλους. Πως νιώθεις κάθε φορά που επαναλαμβάνεται η προβολή της σειράς; Θα τελειώσει αυτό ποτέ;
Χ.Ρ.: Αυτό δεν το ξέρω γιατί κι εγώ δεν το περίμενα. Η αλήθεια είναι ότι οι πιο διαχρονικές σειρές της ελληνικής τηλεόρασης ανήκουν πλέον σε μένα, το διαβάζω παντού. Δεν το φανταζόμουν όταν τις έφτιαχνα. Το νιώθω πλέον σαν παράσημο γιατί δεν είναι τυχαίο να σε βλέπουν και καινούργιες γενιές που δεν σε είδαν στην πρώτη προβολή και πάντα να λειτουργεί το έργο σου με ένα φρέσκο τρόπο.
Παλιότερα με την Ελένη Ράντου είχαμε πρόβλημα γιατί σκεφτόμασταν ότι είναι δύσκολο να αποκοπούμε από εκείνη την εικόνα. Στην πορεία όμως γίνεσαι διαχρονικός και ξέρουν όλοι ότι είσαι ο καλός ηθοποιός Χάρης Ρώμας και η πολύ καλή ηθοποιός Ελένη Ράντου. Το να είσαι διαχρονικός είναι παράσημο τελικά.
Πάντως, αν και θεωρώ πως έχω σχεδόν ολοκληρώσει τον κύκλο μου στην τηλεόραση με πολύ μεγάλη επιτυχία, ο διακαής μου πόθος είναι να κάνω άλλη μια σειρά που να έχει μεγάλη εμπορική απήχηση, αν και έχουν αλλάξει οι καιροί. Έχω κάτι στο μυαλό μου το οποίο συζητώ με τους υπεύθυνους στο κανάλι.
– Αναφέρεσαι στη «Βαβέλ;».
Χ.Ρ.: Ναι. Θέλω να ξανακάνω μια μεγάλη επιτυχία, για μένα πλέον, που να γίνει διαχρονική. Μετά από αυτή δεν θα κάνω άλλη. Δεν θέλω να αποδείξω πια τίποτα σε κανέναν. Είναι προσωπικό στοίχημα με τον εαυτό μου να το ξανακάνω άλλη μια φορά. Συνέλαβα μια ιδέα που πιστεύω ότι μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο (επιτυχημένο) τρόπο για πολλά χρόνια.
– Σε ποιο στάδιο βρίσκεται η «Βαβέλ;».
Χ.Ρ.: Βρίσκεται στο στάδιο που τα κανάλια στην Ελλάδα δεν έχουν λεφτά για να κάνουν μυθοπλασία. Οι ελληνικές σειρές κοστίζουν και πραγματικά η κρίση έχει χτυπήσει πάρα πολύ αυτόν τον τομέα. Ενώ έχουμε συμφωνήσει να την κάνουμε, έχει εγκριθεί κι έχουμε βρει και τους εξαιρετικούς συναδέλφους να παίξουν μαζί μου, ακόμη περιμένουμε για να δούμε πότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή. Υπάρχει το πρόβλημα της ρευστότητας.
Η κουβέντα μας με το Χάρη Ρώμα συνεχίστηκε για πολλή ώρα ακόμη. Μου μίλησε για τους μελλοντικούς του στόχους οι οποίοι τον κάνουν να χαίρεται και να αγαπάει τη ζωή ακόμη περισσότερο. «Η ζωή είναι ένα δύσκολο ταξίδι. Ξέρω ότι στα νέα μου σχέδια θα αντιμετωπίσω πολλές δυσκολίες, όταν όμως υπάρχει ως στόχος ένα λαμπρό αποτέλεσμα που θα κάνει τους θεατές να χαρούν ή να προβληματιστούν, είναι τόσο σημαντικό αυτό που όλα τα άλλα ξεπερνιούνται» είπε και συνέχισε: «Πρέπει να έχεις ένα όραμα. Όταν έχεις ένα όραμα, όλα βαδίζουν καλύτερα».
– Αναφέρεσαι στη χαρά της ζωής. Συνήθως οι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή χαλαρά, ανώριμα και ρηχά μέχρι που κάποια στιγμή, μια ανατροπή, μια σφαλιάρα, αλλάζει πλήρως την αντίληψη τους και το πρίσμα μέσα από το οποίο τη βλέπουν. Χωρίς να θέλω να γίνω αδιάκριτος, έχεις φάει εσύ τι λεγόμενη «σφαλιάρα της ζωής;»
Χ.Ρ.: Την έχω φάει από πολύ μικρός γιατί αν και παιδί ευπόρων ανθρώπων οι οποίοι μας έδωσαν τη δυνατότητα να σπουδάσουμε πολλά πράγματα, να μάθουμε γλώσσες και να ταξιδέψουμε στον κόσμο, είχαν προβλήματα μεταξύ τους, αλλά και ο καθένας προσωπικά. Έτσι, έζησα ανήσυχα παιδικά χρόνια. Εγώ και τ’ αδέλφια μου μάθαμε να αγωνιζόμαστε σε δύσκολες συνθήκες μόνοι μας. Αργότερα η ζωή φρόντισε να μου δώσει μαθήματα το ένα πίσω από το άλλο. Στα 30 μου πέθανε ο καλύτερος μου φίλος με τον οποίο κάναμε παρέα από το δημοτικό. Είμαστε σαν σιαμαίοι, «οι διόσκουροι», πάντα μαζί. Τότε κατάλαβα τον τρόμο του θανάτου. Μετά από αυτό ήμουν πλήρης κι έτοιμος να γράψω. Τα ήξερα όλα. Ήξερα τι θα πει χωρισμός. Ήξερα τι θα πει μοναξιά. Ήξερα τι θα πει να αγωνίζεσαι μόνος σου κι ήξερα τι σημαίνει θάνατος.