Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

Το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, πέρα του ό,τι αποτελεί τη μοναδική στιγμή στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, κατά την οποίαν τίθενται οι βάσεις για την εθνική παλιγγενεσία και την ίδρυση του έθνους-κράτους των Ελλήνων, είναι μέρος, επίσης, της ευρύτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, αποτελεί, δε, κομβικό σημείο της, καθόσον σηματοδοτεί τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (που επιτυγχάνεται ολοκληρωτικά με τον τερματισμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) και ανατρέπει την ισχύουσα τάξη πραγμάτων της εποχής εκείνης, κάτι το οποίον από μόνο του αποτελεί μέγα επίτευγμα των Ελλήνων, καθότι η τάση τότε ήταν να διατηρηθούν τα πράγματα ως είχαν και να αποθαρρυνθούν και να κατασταλούν, αν υπήρχε ανάγκη, τα οποιαδήποτε επαναστατικά κινήματα.

Υπό το πρίσμα αυτών των συνθηκών, είναι πράγματι αξιοπερίεργο το γιατί ξέσπασε η Επανάσταση εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ποιες ήταν εκείνες οι συγκυρίες που επέτρεψαν την επιτυχία της και γιατί μπόρεσαν οι Έλληνες να αποτινάξουν το ζυγό τους μετά από 400 χρόνια δουλείας τους. Ιδιαίτερα , όταν λάβουμε υπόψη μας όχι μόνο την ύπαρξη της Ιεράς Συμμαχίας, τη συμφωνία, δηλαδή, των κρατών της Ευρώπης να καταστέλλουν την παραμικρή επαναστατική κίνηση, αλλά και τη μακρόχρονη σκλαβιά, που οπωσδήποτε είχε επιδράσει αρνητικά στη δημιουργία θέλησης αποτίναξης του ζυγού και επιδίωξης ριζοσπαστικών αλλαγών. Και τούτο, όχι τόσο διότι οι συνθήκες διαβίωσης των υποδούλων Ελλήνων ήταν ιδανικές, αλλά διότι η μακρόχρονη πάροδος του χρόνου υποταγής δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες μοιρολατρίας και αποδοχής μιας κατάστασης, που παρόλο μπορεί να μην είναι ανεκτή και αρεστή, εντούτοις, λόγω συνήθειας και αδυναμίας, τείνει να γίνεται καθημερινότητα και ρουτίνα, που από μόνες τους καλλιεργούν, για τους περισσοτέρους, το κλίμα του ό,τι τίποτα δεν αλλάζει και τίποτα δεν γίνεται.

Επιπλέον, το κατώτερο μορφωτικό επίπεδο που είχαν επιβάλλει οι Οθωμανοί Τούρκοι στους σκλαβωμένους λαούς αδυνατούσε να καλλιεργήσει ισχυρή εθνική αυτογνωσία και το μόνο που απόμενε ήταν η διατήρηση της χριστιανικής πίστης, που οπωσδήποτε ενεργούσε ως κυματοθραύστης εναντίον στην αφομοίωση και ενίσχυε την ιδιαιτερότητα των υποδούλων και λειτουργούσε ως βάση διαχωρισμού των υποδούλων από τους κατακτητές. Ως εκ τούτου, λοιπόν, βασική προϋπόθεση δημιουργίας της οποιασδήποτε επαναστατικής διάθεσης και τάσης ήταν η ανάγκη διαμόρφωση εθνικού φρονήματος, εθνικής υπερηφάνειας και του αισθήματος διεκδίκησης δικαιωμάτων συνυφασμένων με την ιστορική καταβολή, τη μοναδικότητα της φυλής, την ένδοξη καταγωγή και την κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων. Και φυσικά όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν εντός της σκλαβωμένης Ελλάδας.

Μοναδικός παράγοντας άλλος προς αυτή την κατεύθυνση ήταν οι απόδημοι Έλληνες που διέπρεπαν στο εξωτερικό και είχαν επηρεαστεί από τα ευρωπαϊκά φιλελεύθερα κινήματα, τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, τις αρχές της Γαλλικής και Αμερικανικής Επανάστασης. Με προεξέχοντα τον Κοραή και τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας καταβλήθηκαν έντονες προσπάθειες τόσο προς το εσωτερικό της σκλαβωμένης Ελλάδας, όσο και προς τις ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες υπήρχε τεράστια ανάγκη να προβληθούν οι Έλληνες της εποχής ως κληρονόμοι των αρχαίων Ελλήνων. Οι προσπάθειες δεν ήταν πάντοτε εύκολες. Στην Ελλάδα ίσχυαν οι συνθήκες που περιγράφονται ανωτέρω και στην Ευρώπη οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιμετωπίζονταν πάντοτε χωρίς προσκόμματα. Στην μεσαιωνική Ευρώπη, για παράδειγμα, υπήρχε έντονη συμπάθεια για τους Τρώες, για τους οποίους είχαν καλλιεργηθεί διάφοροι μύθοι που τους ήθελαν προγόνους διαφόρων ευρωπαϊκών λαών, και φυσικά περίσσευε η αντιπάθεια για τους νικητές Έλληνες. Η επικράτηση του χριστιανισμού επίσης υπαγόρευε, σε γενικές γραμμές, να κρατούνται αποστάσεις από τους ειδωλολάτρες αρχαίους Έλληνες.

Αρωγός, όμως, στην όλη προσπάθεια ήλθε ο Διαφωτισμός καταρχάς και ο Ρομαντισμός και ο Κλασικισμός αργότερα, που αποκατέστησαν τους αρχαίους Έλληνες και επέτρεψαν τη δημιουργία ενός κλίματος φιλελληνισμού. Το ευρωπαϊκό φιλελληνικό κίνημα ήταν ανέλπιστο, εφήμερο και παράδοξο και βασιζόταν σε πολιτιστικούς και λογοτεχνικούς λόγους κυρίως, που διατηρήθηκε, όμως, ως την έναρξη του ξεσηκωμού του Γένους. Χαρακτηριστικά τού κινήματος ήταν ο θαυμασμός για τους αρχαίους Έλληνες και τον πολιτισμό τους και η πεποίθηση ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων καθώς και ότι η απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους θα οδηγούσε στην αναγέννηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Όμως, το φιλελληνικό κίνημα, που έτσι ή αλλιώς περιοριζόταν αρχικά στους κύκλους της διανόησης, δεν ήταν αρκετό από μόνο του να ανατρέψει τη θέση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έναντι επαναστατικών κινημάτων. Η υστερία του φιλελληνισμού έπρεπε να επεκταθεί και στους πολιτικούς κύκλους και εκεί να προβληθούν οι Έλληνες ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, να ταυτιστούν με τους Ευρωπαίους, να τονιστεί η διάκρισή τους από τους Τούρκους, να καταγγελθεί η τουρκική κυριαρχία ως παράνομη, αυθαίρετη και καταχρηστική, και να προβληθεί το δικαίωμα των Ελλήνων να ελευθερωθούν από την κυριαρχία των Τούρκων και να συστήσουν ελεύθερη, αυτόνομη και ευνομούμενη πολιτεία. Δηλαδή, με λίγα λόγια, να προβληθεί η ευρωπαϊκή προοπτική των σκλαβωμένων Ελλήνων, να τονιστεί η διαφοροποίησή τους από τους Τούρκους και να γίνει έντονα γνωστή η ταύτιση των συγχρόνων Ελλήνων με τους αρχαίους και την υποχρέωση που έφεραν τα δυτικά κράτη να υπερασπιστούν την κοινή πολιτιστική τους κληρονομιά με τους Έλληνες, που τώρα στέναζαν κάτω από ένα βάρβαρο και απάνθρωπο καθεστώς, που έθετε σε μοναδικό κίνδυνο την επιβίωσή τους και τους στερούσε το δικαίωμα να απολαμβάνουν απρόσκοπτα και ελεύθερα αυτή την κοινή πολιτιστική κληρονομιά με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Η ευρωπαϊκή αυτή προοπτική των Ελλήνων της εποχής δεν ήταν, όμως, αποδεκτή από όλους. Υπήρχε ακόμα η καχυποψία για την καθολική Δύση, που θεωρείτο αιρετική και επικίνδυνη, αμφισβητείτο ο Διαφωτισμός και προβαλλόταν έντονα η αντίθεση στα διάφορα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά κινήματα.


Αμφισβητείτο, επιπλέον, το πρότυπο της Εσπερίας ως κατάλληλο για τους Έλληνες και διατηρείτο ακόμα σε ορισμένους κύκλους κατάλοιπα της πριν από την άλωση της Πόλης προτίμηση για το «τουρκικό φακιόλιον από τη λατινική καλύπτρα», (Κρειρρότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλη φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν). Ενδεικτική της αντίθεσης αυτής είναι η απάντηση της Εκκλησίας σε όλους εκείνους τους διανοουμένους που προσανατόλιζαν τους Έλληνες προς την Ευρώπη, με τη δημοσίευση, το 1798, της «Διδασκαλείας Πατρικής» του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Άνθιμου, δια της οποίας εκτόξευε σφοδρή επίθεση εναντίον στην «αιρετική», «μιαρά», «ζοφώδη» Ευρώπη, καθώς και εναντίον σε όλες τις φιλελεύθερες και επαναστατικές κινήσεις των υποδούλων.


Η απάντηση του Κοραή «Αδελφική Διδασκαλεία», το ίδιος έτος, επιδιώκει να ανατρέψει την επιχειρηματολογία του Ανθίμου και να στρέψει το βλέμμα προς τη μοναδική ελπίδα για το έθνος: την αποδοχή και υποστήριξη του ξεσηκωμού του Γένους από τους Ευρωπαίους και την ενίσχυση του επαναστατικού αγώνα, που θα στόχευε στην αναγέννηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και θα υιοθετούσε τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες τάσεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Τελικά, οι κατοπινές εξελίξεις και η ευόδωση του Αγώνα απέδειξαν ότι όντως ήταν η ευρωπαϊκή προοπτική της Επανάστασης που της πρόσφερε τη δυνατότητα να επικρατήσει, σε πείσμα όλων των αντίξοων συνθηκών, την εσωτερική φαγωμάρα, τις έριδες και τις φατρίες, που λίγο κόντεψαν να ανατινάξουν την όλη προσπάθεια και να προσφέρουν τη νίκη στους Τούρκους.

Βεβαίως, στην επιτυχία της Επανάστασης συνέβαλαν και τα ιδιαίτερα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, που διαφοροποιημένα πλέον έβλεπαν τη δημιουργία ελληνικού κράτους ως προμαχώνα στον επεκτατισμό των Ρώσων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο Θάλασσα και αγκάθι στο πλευρό της Τουρκίας, προς το δικό τους συμφέρον.
Αλλά και στην κατοπινή εξέλιξη του ελληνικού κράτους η ευρωπαϊκή προοπτική έπαιξε σημαντικό ρόλο. Τα πρώτα επαναστατικά συντάγματα αντικατοπτρίζουν τα ευρωπαϊκά ιδανικά περί ισότητας, ελευθέριας και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο διορισμός του Καποδίστρια (σπουδαίου ευρωπαίου αναμορφωτή και οργανωτή κρατών) ως πρώτου κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδας συνδράμει τα μέγιστα στην οργάνωση της χώρας σε ευρωπαϊκά πρότυπα και οι «ξενόφερτοι» πολιτικοί, όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι αγωνιστές, πρόσφεραν τη μόρφωση, οργάνωση και προοδευτική σκέψη που είχαν αποκομίσει στην Ευρώπη.

Έκτοτε, η χώρα παραμένει στον ευρωπαϊκό χώρο που της ανήκει, εξελίσσεται μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, απολαμβάνει την οικονομική προστασία που εκτός Ευρώπης δεν θα είχε και γενικά η ευρωπαϊκή καταβολή της χώρας συντελεί στη διαμόρφωση των μοναδικών χαρακτηριστικών της, που αναλλοίωτα για χιλιάδες χρόνια κυριαρχούν στη μορφή της.
Εις πείσμα όλων όσων ήθελαν να στρέψουν τους Έλληνες μακριά από την Ευρώπη και τα ιδανικά της, ο απαράμιλλος αγώνας των μοναδικών σε παλικαριά και ανδρεία σκλαβωμένων Ελλήνων και η αποφασιστικότητά τους να παραμείνουν Έλληνες μετά από 400 χρόνια δουλείας προσέφεραν την ευκαιρία και τη δυνατότητα να δημιουργεί το σύγχρονο ελληνικό κράτος και να απολαμβάνει σήμερα την ελευθερία και τη δημοκρατία. Κάτι που ίσως να μην είχε επιτευχθεί, την εποχή εκείνη, αν δεν είχε επιλεγεί η ευρωπαϊκή προοπτική και δεν είχε εξασφαλιστεί η βοήθεια των Ευρωπαίων συμμάχων.

Νίκος Παγώνης 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Pin It on Pinterest